- Ἀλκιβιάδην
- Ἀλκιβιάδηςmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Прокл философ — по прозванию Диадох, т. е. преемник (в управлении афинской школой) главный представитель позднейшего неоплатонизма и последний значительный философ древнего мира (410 485); происходил из богатого семейства ликийского города Ксанфы, родился в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Прокл, философ — по прозванию Диадох, т. е. преемник (в управлении афинской школой) главный представитель позднейшего неоплатонизма и последний значительный философ древнего мира (410 485); происходил из богатого семейства ликийского города Ксанфы, родился в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Proklos — Proklos, 1) P. Lykios (P. Diadochos, d. i. der Nachfolger [nämlich seines Lehrers Syrianos]), stammte von lykischen Eltern, geb. in Constantinopel 412 n.Chr.; gebildet in Alexandria durch Olympiodoros u. den Mathematiker Heron, dann in Athen von… … Pierer's Universal-Lexikon
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προσεισπράσσω — Α εισπράττω επί πλέον (α. «ἄλλα πάλιν δέκα προσεισπρᾱξαι τὸν Ἀλκιβιάδην [τάλαντα]», Πλούτ. β. «ἐὰν δέ τινες ἀνάγωσιν, τοῡ τε ἐλαίου στερέσθωσαν και προσεισπρασσέσθωσαν τοῡ μετρητοῡ δραχμάς ρ», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
τιτθεύω — Α [τίτθη] 1. είμαι τροφός 2. (μτβ.) α) θηλάζω β) (κατ* επέκτ.) ανατρέφω («οἳ ἴσασι δήπου τίς οὖσά ποθ ἡ μήτηρ ἐτίτθευσεν αὐτόν», Δημοσθ.) γ) μτφ. (για την πατρίδα) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει και να αναδειχθεί («καὶ τήν γε τὸν...… … Dictionary of Greek